ἐξημοιβά

ἐξημοιβά
ἐξημοιβός
serving for change
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εξημοιβός — ἐξημοιβός, όν (Α) ο χρήσιμος για αλλαγή («εἵματο τ ἐξημοιβά», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ημοιβός (< αμείβω), με λειτουργία τού νόμου «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”